- αδιψία
- η(ιατρ.), ελάττωση της δίψας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αδιψία — Η έλλειψη δίψας αλλά και η αντοχή στη δίψα. Α. παρατηρείται και σε παθολογικές καταστάσεις, όπως επίσης και ως συνέπεια ψυχικών νόσων. Α. προκαλούν και ορισμένες παθήσεις του πεπτικού συστήματος των αλόγων, των βοδιών και των σκύλων. * * * η… … Dictionary of Greek
adipsia — (Del gr. a, privativo + dipsa, sed.) ► sustantivo femenino MEDICINA Supresión o falta anormal de sed. * * * adipsia. (Del gr. ἀδιψία, falta de sed). f. Med. Falta de sed por un largo plazo. * * * ► femenino MEDICINA … Enciclopedia Universal
άδιψος — ἄδιψος, ον (Α) 1. ο μη διψασμένος, αυτός που δεν υποφέρει από δίψα 2. αυτός που καταπαύει τη δίψα 3. αυτός που δεν προκαλεί δίψα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δίψα. ΠΑΡ. αρχ. ἀδιψῶ νεοελλ. αδιψία] … Dictionary of Greek
adipsia — (Del gr. ἀδιψία, falta de sed). f. Med. Falta de sed por un largo plazo … Diccionario de la lengua española